- σεβάστιος
- -ον, Α [σεβαστός](για όρκο) αυτός που δινόταν στο όνομα τού αυτοκράτορα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σεβαστίου — Σεβάστιος by the genius of the Emperor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεράστιος — α, ο / τεράστιος, ον, ΝΜΑ πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, ο πολύ μεγάλων διαστάσεων, πελώριος, υπερφυσικός (α. «τεράστια περιουσία» β. «τεράστιο το πρόβλημα τής ρύπανσης τού περιβάλλοντος» γ. «τεράστιον τὸ πρᾱγμα ἐφαίνετο», Λουκιαν. δ. «τεράστιον… … Dictionary of Greek